- ύφεση
- (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο ημιτόνια. Το φθογγόσημο που βαρύνεται με ύ. (ή οξύνεται με δίεση) επανέρχται στο κανονικό του ύψος με το σημείο της αναίρεσης. Η διάταξη των εφτά υ. είναι η εξής: σι, μι, λα, ρε, σολ, ντο, φα.
* * *η / ὕφεσις, -έσεως, ΝΜΑ [ὑφίημι]1. ελάττωση τής έντασης, μετριασμός (α. «ύφεση πυρετού» β. «ὕφεσις τῆς φωνῆς», Άντυλλ.)2. μετακίνηση προς τα κάτω, καταβίβαση (α. «ύφεση επιστηλίων» — χειρισμός στα παλαιότερα μεγάλα ιστιοφόρα, κατά τον οποίο τα επιστήλια, δηλαδή τα επάνω μέρη τών καταρτιών, αφαιρούνταν και δένονταν στο κατώτερο μέρος τού ιστού ή στο κατάστρωμα, εν όψει μεγάλης κακοκαιρίαςβ. «ὕφεσις τῶν ἀκοντίων», Αρρ.)νεοελλ.1. μουσ. σημείο αλλοίωσης που χαμηλώνει κατά ένα ημιτόνιο τα συμβατικά τονικά ύψη τών κύριων φθόγγων τής ευρωπαϊκής μουσικής, κν. μπεμόλ2. (μετεωρ.) ατμοσφαιρική αέρια μάζα χαμηλής πίεσης, μικρότερης από 1.015 μιλιμπάρ, όπου πραγματοποιούνται ανοδικές κινήσεις, γνωστή και ως βαρομετρικό χαμηλό3. φυσιολ. το φαινόμενο τής εξασθένησης ενός ερεθίσματος ανάλογα με την έκταση τής κατανομής του κατά μήκος μιας νευρικής ή μυϊκής ίνας4. ιατρ. μερική ή ολική υποχώρηση τών συμπτωμάτων μιας οξείας ή χρόνιας νόσου, χωρίς την πλήρη αποκατάσταση τής υγείας5. (οικον.) πτωτική τάση τού οικονομικού κύκλου, που χαρακτηρίζεται από μείωση τής παραγωγής και τής απασχόλησης, μείωση που με τη σειρά της προκαλεί πτώση τών οικογενειακών εισοδημάτων και δαπανών6. (πολ.) χαλάρωση τής έντασης στις σχέσεις μεταξύ δύο κρατών ή στις διεθνείς σχέσεις («διεθνής ύφεση»)7. μτφ. βελτίωση κατάστασης («ύφεση τής κακοκαιρίας»)8. φρ. «ύφεση και διευκόλυνση»φυσιολ. φαινόμενο κατά το οποίο ένα διεγερτικό μετασυναπτικό δυναμικό μειώνεται όταν ακολουθεί μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ένα προηγούμενο διεγερτικό μετασυναπτικό δυναμικόαρχ.1. (για τις χορδές μουσικού οργάνου) χαλάρωση2. μαθημ. α) αφαίρεσηβ) (σχετικά με αριθμούς) περιορισμός ή μείωση3. γραμμ. υφαίρεση4. (ως τύπος σχέσης) υπόταξη5. (σχετικά με κλίμακα) κατάβαση6. θεολ. (για τον άνθρωπο συγκριτικά με τα ουράνια όντα) κατώτερη τάξη7. μτφ. α) ραθυμία, νωθρότηταβ) μετριοπάθειαγ) ελάττωμα, ατέλεια8. φρ. «ἐν ὑφέσει»(κατά τον Ησύχ.) «ἐν ἐλαττώσει».
Dictionary of Greek. 2013.